- κατεκλύω
- κατ-εκ-λύω, auflösen, schwächen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
κατεκλύω — (Α) εξασθενίζω κάποιον, καταστρέφω κάποιον εντελώς («διαπρεσβευόμενοι κατεκλύειν τὸν Ἀντίοχον», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐκ λύω «διαλύω»] … Dictionary of Greek
λύνω — και λύω και λυώ (AM λύω, Μ και λύνω και λυῶ) 1. ανοίγω ή χαλαρώνω κάτι δεμένο, αφαιρώ τους δεσμούς που συνέχουν ένα πράγμα, ξεδένω, ξελύνω, ξεζώνω, ξεκρεμώ (α. «δεν μπορώ να λύσω αυτόν τον κόμπο» β. «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῡσαι τὸν ἱμάντα τῶν… … Dictionary of Greek